ταὐτοσήμου

ταὐτοσήμου
ταὐτόσημος
of the same signification
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταυτοσημία — η, Ν η ιδιότητα τού ταυτόσημου, το να έχουν δύο λέξεις, όροι ή εκφράσεις την ίδια ακριβώς σημασία …   Dictionary of Greek

  • φλορετινικός — ή, ό, Ν [φλορετίνη] φρ. «φλορετινικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία τού παραϋδροξυφαινυλοπροπιονικού οξέος, ταυτόσημου με το παραϋδροκουμαρινικό οξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”